- Θεόδωρος
- Θεόδωροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Θεόδωρος Καβαλιώτης — Βλ. λ. Καβαλλιώτης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Θεόδωρος Β’ — (Tewodros II, 1818 – Μάγδαλα 1868). Βασιλιάς της Αιθιοπίας (1855 68). Γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Λιγκ Kάσα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) απέκτησε γρήγορα τη φήμη γενναίου πολεμιστή. Mετά τον θάνατο του θείου του, κυβερνήτη των επαρχιών… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος Άγγελος — (12ος αι.). Γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων. Μετά την εκθρόνιση και δολοφονία του Αλέξιου Β’ Κομνηνού (1180 83) από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό (1183 85) έσπευσε στην Προύσα, όπου ο πραξικοπηματίας αυτοκράτορας είχε προκαλέσει έντονες… … Dictionary of Greek
Αγαλλιανός, Θεόδωρος — (Κωνσταντινούπολη 1400 – Μήδεια 1474).Λόγιος και ιερωμένος. Μαθητής του Μάρκου του Ευγενικού, αξιωματούχος του πατριαρχείου και στενός φίλος του Γεννάδιου Σχολάριου, πρωτοστάτησε στην αντίσταση κατά της ένωσης των εκκλησιών, που είχε αποφασιστεί… … Dictionary of Greek
Γαζής, Θεόδωρος — (Θεσσαλονίκη 1398; – Καλαβρία 1478;). Λόγιος. Επιφανής λόγιος των χρόνων της Αναγέννησης, ο Γ. μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) κατέφυγε στην Ιταλία, όπου συμπλήρωσε τις κλασικές του σπουδές. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως… … Dictionary of Greek
Δεληγιάννης, Θεόδωρος — Πολιτικός. Βλ. λ. Δηλιγιάννης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Δηλιγιάννης, Θεόδωρος — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1823 – Αθήνα 1905).Πολιτικός, πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης (1885 86, 1890 92, 1895 97, 1902 και 1905). Καταγόταν από οικογένεια Γορτύνιων αγωνιστών. Διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Η… … Dictionary of Greek
Έξαρχος, Θεόδωρος — (Κέρκυρα 1930 –). Ηθοποιός και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία άρθρωση και εκφορά λόγου που διαθέτει του επέτρεψαν να ασχοληθεί ιδιαιτέρως και με το ραδιόφωνο. Το 1951 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο … Dictionary of Greek
Κατριβάνος, Θεόδωρος — (Λεοντάρι Αρκαδίας 1920 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση την περίοδο 1941 44 … Dictionary of Greek